πολυξάκουστος

πολυξάκουστος
πολυξάκουστος, -η, -ο και πολυξακουσμένος, -η, -ο
ο πολύ ξακουστός, ο περίφημος, ο πολυθρύλητος, ο πολυφημισμένος: Ο πολυξάκουστος καρδιοχειρουργός Μπάρναρντ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυξάκουστος — η, ο, Ν πολυξακουσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξακουστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”